Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (1962-67)



ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



Χατζησταύρου Χρυσόστομος Β΄ (1880-1968). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο Μικράς Ασίας και, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σχολή Αρώνη της Σμύρνης και στο Γυμνάσιο Βαθέος Σάμου, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία εξήλθε αριστούχος το 1902. Αμέσως μετά χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον μετέπειτα μάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Η υπηρεσία του εκεί στη Μητρόπολη Δράμας, στα χρόνια εκείνα, ήταν συνδεδεμένη με τον εθνικό αγώνα εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και οι κίνδυνοι ήταν καθημερινοί. Προδόθηκε στους Τούρκους που άρχισαν να τον καταζητούν, κι εκείνος για να τους αποφύγει μπόρεσε να φτάσει κρυφά στην Πόλη και κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκεί κρύφτηκε για αρκετό διάστημα και εκεί πληροφορήθηκε ότι τον Μάρτιο 1906 το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον είχε καταδικάσει σε τετραετή φυλάκιση. Προ του κινδύνου να βρεθεί και να φυλακισθεί, ο νεαρός διάκονος σχεδίασε τη φυγή του από την Πόλη. Έφυγε για τη Λωζάννη, όπου εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσει τις σπουδές του. Εν τω μεταξύ, ο Μητροπολίτης προστάτης του στη Δράμα αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, διότι εκτός από τους κομιτατζήδες, τον κυνηγούσαν και οι Τούρκοι. Για λόγους πρόνοιας, το Πατριαρχείο μεταθέτει τον Χρυσόστομο στη Μητρόπολη Σμύρνης. Ενημερώνεται και ο διάκονός του, που βρισκόταν στην Ελβετία, και επιστρέφει στη Σμύρνη. Αμέσως μετά εκλέγεται σε Βοηθό Επίσκοπο του Μητροπολίτη Σμύρνης. Τον Μάρτιο 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, αλλά η δράση του ήταν τόσο ενοχλητική για την Τουρκία, που μεθοδεύθηκε μια κατηγορία εναντίον του ώστε να δικασθεί και να καταδικασθεί σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέσθηκε ύστερα από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το 1918 ο Πατριάρχης τον κάλεσε στην Πόλη για να παραμείνει ως Συνοδικός. Σύντομα όμως επανήλθε στην επαρχία του, για να οργανωθεί ο ελληνικός πληθυσμός εν όψει της αφίξεως του Ελληνικού Στρατού που κατέλαβε ύστερα από συμμαχική εντολή τη Μικρά Ασία. Κατά την Ελληνική Κατοχή πρόσφερε νέες υπηρεσίες και όταν έγινε γνωστή η καταστροφή του Αϊδινίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε εκεί τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου, ως τοποτηρητή της Μητροπόλεως Ηλιουπόλεως και Θείρων, που είχε έδρα το Αϊδίνιο και που τότε ήταν χηρεύουσα. Την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον προήγαγε στη Μητρόπολη Εφέσου, που είχε κενωθεί. Ακολουθώντας και ο ίδιος τη μοίρα των άλλων προσφύγων, βρέθηκε μετά την Καταστροφή στην Αθήνα. Με πατριαρχική εντολή διορίσθηκε αμέσως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στις αρχές του 1923, ύστερα από εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος συνέταξε έκθεση για τις τουρκικές ωμότητες, που χρησιμοποιήθηκε στη Λωζάνη για την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων. Το 1924 του προτάθηκε να αναλάβει τη Μητρόπολη Ρόδου, την εποχή που η Δωδεκάνησος βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και μάλιστα σε περίοδο εκστρατείας ιταλοποιήσεως. Τελικά μετατέθηκε στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. Για ένα πολύ μικρό διάστημα όμως, διότι μετά από λίγους μήνες, τον Δεκέμβριο 1924, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε οριστικά στη νεοσύστατη Μητρόπολη Καβάλας και Νέστου, που από το 1930 μετονομάσθηκε σε Φιλίππων και Νεαπόλεως με έδρα την Καβάλα. Στα σχεδόν σαράντα χρόνια που ποίμανε αυτή την εθνικά κρίσιμη περιφέρεια, άφησε μεγάλο λειτουργικό και κοινωνικό έργο. Η δράση του ήταν πολύπλευρη, όπως πάντα στη ζωή του, και ο ίδιος ήταν ακάματος αγωνιστής. Μέχρι το 1940, που η Ελλάδα ενεπλάκη στον πόλεμο, το έργο του είχε προκαλέσει πανελλήνιο θαυμασμό. Τον Απρίλιο 1941, όταν οι Βούλγαροι εισήλθαν στη Θράκη ως κατακτητές και άρχισαν πολιτική εκβουλγαρισμού, ο Χρυσόστομος προσπάθησε να αποφύγει την εκδίωξή του από την Καβάλα, όμως υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί και τελικά να καταφύγει στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Πήρε μέρος στη Σύνοδο της Ιεραρχίας που τον Ιούλιο 1941 αποκατέστησε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό, ενώ ο ίδιος ανέλαβε την προεδρία του Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης. Μετά την Απελευθέρωση επέστρεψε στην Καβάλα και ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του. Το 1960, ύστερα από πρωτοβουλία οργανώσεων και σωματείων, γιορτάσθηκε η πεντηκονταετηρίδα της αρχιεροσύνης του Χρυσοστόμου. Το 1961, όταν συνεκλήθη η Α’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο, του ανατέθηκε η προεδρία της. Τον Ιανουάριο 1962, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεόκλητου Παναγιωτόπουλου, νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξελέγη ο Ιάκωβος Βαβανάτσος, ο οποίος όμως εξαναγκάσθηκε μετά λίγες ημέρες να παραιτηθεί. Στη νέα εκλογή, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1962, ο Χρυσόστομος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Επί των ημερών του προκλήθηκε ένταση στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, καθώς κηρύχθηκαν έκνομες οι αποφάσεις της Ιεραρχίας για την πλήρωση κενών θέσεων (Νοέμβριος 1965), ενώ στα δογματικά ζητήματα παρέμενε σταθερός, ιδίως σε σχέση με τη νέα πορεία που ακολούθησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.Το 1966 με το Ν.Δ. 4589 είχε καθορισθεί για τους Ιεράρχες, πλην του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, το 80ό έτος ως όριο ηλικίας. Μετά την 21η Απριλίου 1967, μία από τις πρώτες κινήσεις του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν να κηρύξει σε χηρεία τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ζώντος του Χρυσοστόμου, αφού με τον υπ’ αριθ. 3 Α.Ν. επεξέτεινε το όριο ηλικίας, που ίσχυε για τους Μητροπολίτες, και στον Αρχιεπίσκοπο. Ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας παρουσιάστηκε στα παρασκήνια μια κινητικότητα με στόχο την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου, προκειμένου να αναδειχθεί νέος Αρχιεπίσκοπος. Έγιναν προσπάθειες να πεισθεί να παραιτηθεί και για να το επιτύχουν αυτό, του ελέχθη ότι με την παραίτησή του θα διευκολύνει την επίλυση του Κυπριακού, διότι ως αντικαταστάτης του θα εκλεγεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος απομακρυνόμενος από την Κύπρο και αφίνοντας το πεδίο ελεύθερο για την εξεύρεση πολιτικής λύσεως του Κυπριακού. Αρνήθηκε να συγκατανεύσει στην απομάκρυνσή του, ωστόσο όμως στις 13 Μαΐου 1967 εξελέγη ο Ιερώνυμος Κοτσώνης ως νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ο Χρυσόστομος μετά την αντικατάστασή του, τον Μάιο του 1967, ιδιώτευε στην Αθήνα με τον τίτλο του «πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος». Η υγεία του επιδεινώθηκε και στις 28 Μαΐου 1968 εισήχθη με γαστρορραγία στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για να αποβιώσει στις 9 Ιουνίου 1968.
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Δ΄ Τόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου